- παικτικός
- παικτικός, -ή, -όν (Α) [παικτός]1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια2. περιπαικτικός, περιγελαστικός3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόνη φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα.επίρρ...παικτικῶς (Μ)αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού.
Dictionary of Greek. 2013.