παικτικός

παικτικός
παικτικός, -ή, -όν (Α) [παικτός]
1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια
2. περιπαικτικός, περιγελαστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τό παικτικόν
η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα.
επίρρ...
παικτικῶς (Μ)
αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παικτικός — playful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παικτικώτερον — παικτικός playful adverbial comp παικτικός playful masc acc comp sg παικτικός playful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παικτικόν — παικτικός playful masc acc sg παικτικός playful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παικτική — παικτικός playful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παικτικῶς — παικτικός playful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθίς — ίδος, η, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος αρχ. 1. ορθογώνιο σχήμα 2. πίνακας, παικτικός άβακας 3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο 4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”